αχειροτόνητος

αχειροτόνητος
-η, -ο
1. αυτός που δεν έγινε κληρικός ή καλόγερος: Έμενε στο μοναστήρι, αλλά ήταν ακόμη αχειροτόνητος σε μοναχό.
2. αυτός που δεν ξυλοκοπήθηκε: Τα παλαιότερα χρόνια κανένας μαθητής, στη διάρκεια της σχολικής χρονιάς, δεν έμενε αχειροτόνητος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀχειροτόνητος — not elected masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αχειροτόνητος — η, ο (AM ἀχειροτόνητος, ον) μσν. νεοελλ. (για κληρικούς ή υποψήφιους κληρικούς) αυτός που δεν έχει ακόμη χειροτονηθεί νεοελλ. αυτός που δεν έχει φάει ξύλο, ο άδαρτος αρχ. 1. αυτός που δεν έχει εκλεγεί με χειροτονία, ανάταση του χεριού 2. (για… …   Dictionary of Greek

  • ἀχειροτόνητον — ἀχειροτόνητος not elected masc/fem acc sg ἀχειροτόνητος not elected neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχειροτονήτοις — ἀχειροτόνητος not elected masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχειροτόνητοι — ἀχειροτόνητος not elected masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”